-αλγία

-αλγία
Γλωσσ.
β' συνθετικό ουσιαστικών τόσο τής αρχαίας όσο και τής νεώτερης Ελληνικής
ετυμολογικά το τέρμα -αλγία συνδέεται με το ουσιαστικό άλγος, «πόνος», και δηλώνει κυρίως «πόνο, νοσηρή κατάσταση». Πρβλ. τα σύνθετα: γλωσσαλγία, γομφαλγία, καρδιαλγία, κεφαλαλγία, μυαλγία, οδονταλγία, οσφυαλγία, ποδαλγία, στομαλγία, υστεραλγία, χειραλγία, ωμαλγία, ωταλγία. Κατά το πρότυπο τών ελληνικών λ. με β' συνθετικό -αλγία πλάστηκαν και ξενικές λ. τής ιατρικής ορολογίας, κυρίως. Π.χ. στα Αγγλικά: -αλγία > -algy ή -algia, πρβλ. myalgia, neuralgia
στα Γαλλικά: -αλγία > -algie, πρβλ. neuralgie, myalgie
στα Γερμανικά: -αλγία > -algie, πρβλ. Neur-algie, My-algie.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θηλαλγία — η ο πόνος τής θηλής τού μαστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλή + αλγία (< άλγος), πρβλ. μυ αλγία, νευρ αλγία] …   Dictionary of Greek

  • ισχιαλγία — Νευραλγία του ισχιακού νεύρου, ρευματικής ή τραυματικής αιτιολογίας, που μπορεί να προκληθεί και από ορισμένες δηλητηριάσεις (αλκοόλ, μόλυβδος). Η συνηθέστερη αιτία είναι η πίεση του ισχιακού νεύρου από μετατόπιση του μεσοσπονδυλίου δίσκου ή κατά …   Dictionary of Greek

  • μυλαλγία — μυλαλγία, ἡ (Α) πονόδοντος, πόνος τών γομφίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλος «γομφίος» + αλγία (< ἀλγῶ «πονώ»), πρβλ. νευρ αλγία] …   Dictionary of Greek

  • ορχιαλγία — η νευραλγία τών όρχεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < όρχις (ΙΙ) + αλγία (< αλγής < άλγος), πρβλ. νευρ αλγία] …   Dictionary of Greek

  • οστεαλγία — και οσταλγία, η ιατρ. κάθε πόνος τών οστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + αλγία (< αλγής < ἄλγος), πρβλ. νευρ αλγία] …   Dictionary of Greek

  • ουλαλγία — η ιατρ. πόνος τών ούλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ούλο + αλγία (< άλγος), πρβλ. νευρ αλγία] …   Dictionary of Greek

  • προσταταλγία — η, Ν ιατρ. άλγος τού προστάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. prostatalgie < προστάτης + αλγία (< αλγής < ἄλγος), πρβλ. νευρ αλγία) …   Dictionary of Greek

  • τραχηλαλγία — η, Ν πόνος στην περιοχή τού τραχήλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + αλγία* (< αλγής< άλγος «πόνος»), πρβλ. κεφαλ αλγία. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα] …   Dictionary of Greek

  • τριδυμαλγία — η, Ν ιατρ. η νευραλγία τού τρίδυμου νεύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίδυμος + αλγία (< αλγής< άλγος, το), πρβλ. κεφαλ αλγία] …   Dictionary of Greek

  • ωμαλγία — η / ὠμαλγία, ΝΑ πόνος στους ώμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + αλγία (< αλγής < ἄλγος «πόνος»), πρβλ. νευρ αλγία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”